- κλάσματα
- κλάσμαfragmentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλάσματ' — κλάσματα , κλάσμα fragment neut nom/voc/acc pl κλάσματι , κλάσμα fragment neut dat sg κλάσματε , κλάσμα fragment neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσταξη — Εργασία με την οποία μείγμα δύο ή περισσότερων υγρών διαχωρίζεται άμεσα στα συστατικά του, ή ένα υγρό καθαρίζεται από τις ξένες προσμείξεις, αφού υποβληθεί σε εξάτμιση και διαδοχική συμπύκνωση των παραγόμενων ατμών. Αν θερμάνουμε ένα μείγμα… … Dictionary of Greek
PANIS Fractio — ritus Eucharisticus a Matrhaeo, Marco, Luca expresse notatus, de DOMINO, Sacramentum hoc instituente, ἐυλογήσας ἔκλασε, quum benedixisset, fregit: Vel, ἐυχαριςτήσας ἔκλασε, postquam gratias egisset, fregit. Eandem circumstantiam, ut apprime ad… … Hofmann J. Lexicon universale
εκατοστιαίος — α, ο αριθμητικός όρος που αναφέρεται σε κλάσματα τών οποίων ο παρονομαστής είναι εκατό ή σε αναλογίες στις οποίες ο αριθμός εκατό λαμβάνεται ως βάση («εκατοστιαία κλάσματα, εκατοστιαία αναλογία») … Dictionary of Greek
ετερώνυμος — η, ο (ΑΜ ἑτερώνυμος, ον) αυτός που έχει διαφορετικό όνομα, αυτός που ονομάζεται διαφορετικά νεοελλ. 1. αυτός που δημοσιεύεται με ξένο όνομα 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται σε χιαζόμενα είδωλα ενός αντικειμένου που βλέπεται διπλό 3. μαθημ. φρ.… … Dictionary of Greek
κηροζίνη — Λέξη ρωσικής προέλευσης, που χαρακτηρίζει τα προϊόντα της απόσταξης των ακατέργαστων ορυκτελαίων μεταξύ 150°C και 310°C. Αυτά τα προϊόντα (κλάσματα) της απόσταξης ονομάζονται πετρέλαιο υπό στενή έννοια. Ωστόσο, ο όρος πετρέλαιο έχει καθιερωθεί να … Dictionary of Greek
ομώνυμος — η, ο (ΑΜ ὁμώνυμος, ον) αυτός που έχει την ίδια ονομασία με κάποιον άλλο, συνώνυμος, ταυτώνυμος, συνονόματος («ὁ μὲν γὰρ πάππος τε καὶ ὁμώνυμος ἐμοί», Πλάτ.) νεοελλ. φρ. α) «ομώνυμες λέξεις» οι λέξεις που προφέρονται με τον ίδιο τρόπο, αλλά έχουν… … Dictionary of Greek
δεκαδική αρίθμηση — Η συνηθισμένη αρίθμηση θέσης με βάση το 10. Με την αρίθμηση αυτή κάθε ακέραιος και στην ουσία κάθε ρητός αριθμός μπορεί να παρασταθεί (συμβολιστεί) με τη χρήση των γνωστών δέκα αραβικών συμβόλων (ψηφίων): {0, 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9}.… … Dictionary of Greek
Λαγκέρ, Εντμόν-Νικολά — (Edmond Nicola Laguerre, 1834 – 1886). Γάλλος μαθηματικός. Δίδαξε στην πολυτεχνική σχολή, ενώ το 1884 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιστημών. Οι βασικές εργασίες που εκπόνησε αφορούν τη μεταφορά από την προβολική γεωμετρία στη μετρική γεωμετρία,… … Dictionary of Greek
Πάλμερ, κοχλίας του- ή ελεγκτήρας του Πάλμερ — Μικρομετρικό όργανο χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση παχών. Η ακίδα Α (βλ. εικόνα) είναι σταθερή· στον κοχλιωτό θάλαμο Θ στρέφεται ο κοχλίας Κ, ο οποίος καταλήγει στην κυλινδρική ακίδα Β και εξωτερικά στην πυξίδα Π. Επί του Θ είναι χαραγμένη η… … Dictionary of Greek